-
1 αναλήθεια
mensonge -
2 неправда
неправда ж η αναλήθεια· το ψέμα (ложь)' это \неправда ( αυτό) δεν είναι αλήθεια, ( αυτό) είναι ψέμα* * *жη αναλήθεια; το ψέμα ( ложь)э́то непра́вда — (αυτό) δεν είναι αλήθεια, (αυτό) είναι ψέμα
-
3 неправда
неправд||аж ἡ ἀνάλήθεια / τό ψέμμα, τό ψεύδος (ложь):говорить \неправдау λέγω ψέμματα, ψεύδομαι· $то \неправда εἶναι ψέμμα, δέν εἶναι ἀλήθεια· ◊ всеми правдами и \неправдаами μέ ὀλα τά θεμιτά καί ἀθέμιτα μέσα -
4 untruth
[-Ɵ]noun (a lie or false statement: His autobiography contains many untruths.) αναλήθεια, ψέμα -
5 кривда
-ы θ. (λκ. ποίηση) αναλήθεια, ψέμα αδικία. -
6 мыльный
επ.1. του σαπουνιού•мыльный запах μυρουδιά σαπουνιού•
-ая пена σαπουνάδα (αφρός)•
-ые пузыри σαπουνόφουσκες.
2. σαπουν ισμένος•-ые руки σαπουνισμένα χέρια (με σαπουνάδες).
3. (για άλογα) αφρισμένος.εκφρ.- ая кора – σαπουνόφλουδα•мыльный корень – σαπουνόριζα•мыльный пузырь – σαπουνόφουσκα (αναλήθεια, ανακρίβεια, κούφια λόγια). -
7 неправда
-ы θ.αναλήθεια ψέμα•говорить -у δε λέγω την αλήθεια•
-ою не прожившь με το ψέμα δε μπορείς να ζήσεις.
|| απάτη. -
8 неправильность
-и θ.1. το μη σωστό αντι-κανον ικότητα• ανωμαλία. || παρατυπία, παρέκκλιση (από γενικό κανόνα).2. αναλήθεια, ανακρίβεια.3. αδικία. -
9 mensonge
1) αναλήθεια2) ψέμα
См. также в других словарях:
αναλήθεια — η ανακρίβεια, πλάνη, ψέμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναληθής. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εφημερίς και χρησιμοποιείται συχνά προς αποφυγή τής λ. ψεύδος, ψέμα που μπορεί να θεωρηθεί προσβλητική για τον συνομιλητή … Dictionary of Greek
αναλήθεια — η ανακρίβεια, πλάνη, ψέμα: Αυτά που σου είπε είναι αναλήθειες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανακρίβεια — η [ανακριβής] έλλειψη ακρίβειας, αναλήθεια, σφάλμα, ψεύδος … Dictionary of Greek
αναληθής — ές (Α ἀναληθής, ές και ἀναλήθης, ες) 1. (για ανθρώπους) αυτός που ψεύδεται, ο ψεύτης 2. (για πράγματα) ψεύτικος, ανυπόστατος αρχ. (για ύφος) επιτηδευμένος, επίπλαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + ἀληθής. ΠΑΡ. νεοελλ. αναλήθεια] … Dictionary of Greek
δυσφήμηση — Νομικός όρος που αναφέρεται στη διάδοση μιας πληροφορίας που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη ενός άλλου προσώπου. Σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα, η δ. αποτελεί αξιόποινο αδίκημα που τιμωρείται με φυλάκιση ή με χρηματική ποινή ή και με τις… … Dictionary of Greek
Δίων — I Μυθολογικό πρόσωπο, βασιλιάς της Λακεδαίμονας. Σύμφωνα με τη μυθολογία είχε τρεις κόρες, την Όρφη, τη Λυκώ και την Καρύα, προικισμένες με μαντικές ικανότητες. Επειδή όμως έπεσαν στη δυσμένεια του Βάκχου, μεταμορφώθηκαν οι δύο πρώτες σε βράχους… … Dictionary of Greek